- πεντένιο
- τοχημ. συνοπτική ονομασία άκυκλων οργανικών ενώσεων με έναν διπλό δεσμό στο μόριό τους, ισομερών μεταξύ τους, παραγώγων τού πεντανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentene < πέντε + -ένιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη,… … Dictionary of Greek